Η υποενότητα που παρουσιάζεται εδώ επικεντρώνεται σε δύο σημαντικά θέματα που σχετίζονται με την συμπερίληψη: την πραξεολογική προσέγγιση και την ενσυναίσθηση. Για να την κατανοήσουμε, πρέπει να επαναφέρουμε εν συντομία τα θεμέλια αυτής της έννοιας που θεωρούμε σήμερα ως ένα σύγχρονο κοινωνικό ζήτημα.
Η συμπερίληψη μπορεί να θεωρηθεί ως ουτοπία, θυμίζει ο ανθρωπολόγος Charles Gardou (2012) 1, δηλαδή ως ικανότητα της κοινωνίας να προσφέρει "σπίτι για όλους" στο μεγάλο σπίτι της ανθρώπινης οικογένειας. Μια συμπεριληπτική κοινωνία είναι μια κοινωνία που πρέπει να είναι ικανή για πλαστικότητα, ευελιξία, πολυμορφισμό, προκειμένου να εντάξει σ’ αυτήν άτομα με αναπηρίες, με κοινωνικές αδυναμίες, περιθωριοποιημένα και αποκλεισμένα . Το ζήτημα δεν είναι να προσαρμοσθούν αυτοί οι άνθρωποι με την απομόνωσή τους σε μηχανισμούς ένταξης, εισαγωγής, ... σαν να αρκούσε να επικεντρωθούν στα προβλήματά τους για να ενταχθούν στον ανθρώπινο κύκλο. Η συμπεριληπτικότητα των κοινωνιών μας εξαρτάται εξίσου από την ικανότητά τους να προσαρμοστούν σε όποιον δεν βρίσκεται μέσα στον «κανόνα», να σ τον κανόνα για να γίνει αντιληπτό αυτό το άλλο του διαφορετικού ως άλλο του ίδιου.
Αλλά κατά βάθος "κοινωνία" είναι μόνο μια λέξη ή μια έννοια, γιατί σε ποιον είναι η ευθύνη της συμπερίληψής αν όχι στους ανθρώπους που την συνθέτουν. Είναι ανθρώπινο θέμα όταν συζητείται η συμπερίληψη στις κοινωνίες των ημερών μας ως αναγκαιότητα. Στη σκέψη του ανθρώπινου υποκειμένου και πολίτη και της σχέσης του με τα άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, διακυβεύεται η συμπερίληψη. Και σε αυτή τη σχέση είναι ακριβώς η ικανότητα μας της ενσυναίσθησης που θα εξαρτηθεί από το "σπίτι", τη θέση που θα υπάρξει για τους ανθρώπους με αναπηρίες.
Και η ενσυναίσθηση δεν αφορά μόνο την πνευματική, ορθολογική ικανότητα να βάζει κανείς τον εαυτό του στη θέση του άλλου. Αν ναι, τι γίνεται ο άλλος; Το να παίρνει τη θέση του δεν είναι τελικά σα να ζει στη θέση του; Η ενσυναίσθηση έχει πολύ μεγαλύτερο βάθος από άποψη συναισθήματος, παρά βιώματος. "Από το βίωμα, πέφτω στο συναίσθημα του άλλου για να διερευνήσω την εσωτερικότητα του. Αλλά δεν υποκύπτω στα συναισθήματα, εκτελώ μια πτωτική πορεία μέσα από την ανάλυση και την εννοιοποίηση αυτού το οποίο δεσμεύομαι να κάνω με τον άλλο στην ενσυναίσθηση της σχέσης." Αυτή η δεύτερη φάση περιγράφει την πραξεολογική προσέγγιση που συνίσταται στο να συναντάς και να γνωρίζεις τον άλλο, όχι μόνο από το ότι οι ακαδημαϊκές γνώσεις μπορεί να σου πουν (για παράδειγμα πάνω στον αυτισμό, στις διαταραχές συμπεριφοράς, σε διάφορα σύνδρομα μειονεκτικής ανάπτυξης του παιδιού,). «Ως επαγγελματίας, εκπαιδευτικός, δάσκαλος, εκπαιδευτής, ... γνωρίζω και συναντώ ένα παιδί με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες καταρχήν, επειδή το αναγνωρίζω μέσω της ενσυναίσθησης της σχέσης. "
Σε αυτή τη σχέση, θα αμφισβητηθεί η τυποποιημένη γνώση "για την οποία είμαι φορέας, αλλά η ιδιομορφία αυτού που θα προτείνει" θα είναι και η πηγή της νέας γνώσης πάνω σε θέματα εξαιρετικά περίπλοκα για το παιδί με ειδικές μαθησιακές ανάγκες.
"Η αμφισβήτηση των γνώσεών μου που τυποποιούνται από την ιδιομορφία του παιδιού είναι δυνατή μόνο από μια θέση ενσυναίσθησης στη σχέση". Αυτή η δημιουργική αμφιβολία αναδεικνύει νέες γνώσεις, νέες αντιλήψεις από τις οποίες ο επαγγελματίας (εκπαιδευτικός, εκπαιδευτής, συνοδός, βοηθός), ο θεσμός στον οποίο παρεμβαίνει και τέλος η ίδια η κοινωνία αναδιαμορφώνονται για να συμπεριληφθούν στη μοναδικότητα από το παιδί με ειδικές μαθησιακές ανάγκες.
Σε αυτήν την υποενότητα, ο εκπαιδευόμενος οδηγείται σε μια κατάσταση ανάλυσης και αυτο-προβληματισμού με βάση οπτικοακουστικά μέσα που αντανακλούν την επαγγελματική του εμπειρία. Στη συνέχεια αναρωτιέται σχετικά με την ενσυναίσθηση αποκτώντας εξοικείωση με την πραξεολογική προσέγγιση. Και από τη δική του εμπειρία διαβουλεύεται με τις θεωρητικές γνώσεις (ερευνητικά φύλλα εργασίας) και τις πρακτικές (φύλλα εργασίας καλής πρακτικής και παιδαγωγικά φύλλα εργασίας) που τροφοδοτούν την εκπαίδευσή του σε μια συμπεριληπτική προσέγγιση στις επαγγελματικές του πρακτικές.